εὐδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διοίκητος</i>].
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), [[πρβλ]]. [[αδιοίκητος]], [[δυσδιοίκητος]], [[πολυδιοίκητος]]].
}}
}}

Revision as of 17:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιοίκητος Medium diacritics: εὐδιοίκητος Low diacritics: ευδιοίκητος Capitals: ΕΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: eudioíkētos Transliteration B: eudioikētos Transliteration C: evdioikitos Beta Code: eu)dioi/khtos

English (LSJ)

ον, A easy to assimilate or digest, Herod.(?)Med.in Rh.Mus.58.112, Ath.Med. ap. Orib.1.9.2, Xenocr.33, Alex.Aphr. in Top.153.6, Gal.14.736. II well-ordered, ἁρμονία (of structure and function) Antyll. ap. Orib.6.10.4. III as a complimentary term of address, POxy.1413.32 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1062] gut zu verwalten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιοίκητος: -ον, ὃν εὐκόλως διαθέτει τις ἢ χωνεύει, Γαλην. τ. 14. σ. 736, 9.

Greek Monolingual

εὐδιοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.)
2. ο καλά τακτοποιημένος
3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διοικητος (< διοικώ), πρβλ. αδιοίκητος, δυσδιοίκητος, πολυδιοίκητος].