επίλυπος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίλυπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μελαγχολικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἐπίλυπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μελαγχολικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[άλυπος]], [[παυσίλυπος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:34, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐπίλυπος, -ον (Α)
1. μελαγχολικός
2. αυτός που προκαλεί λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άλυπος, παυσίλυπος)].