ζυγοδόκη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b> εσωτερική [[ζώστρα]] του πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα [[ζυγά]], κν. [[κάτω]] [[κουρζέτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>λογχο</i>-<i>δόκη</i>, <i>οπλο</i>-<i>δόκη</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b> εσωτερική [[ζώστρα]] του πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα [[ζυγά]], κν. [[κάτω]] [[κουρζέτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[λογχοδόκη]], [[οπλοδόκη]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ναυτ. εσωτερική ζώστρα του πλοίου η οποία συνδέει τους νομείς και υποστηρίζει τα ζυγά, κν. κάτω κουρζέτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + -δοκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχοδόκη, οπλοδόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].