θρασυμήχανος: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρασυμήχανος]] και δωρ. [[τύπος]] θρασυμάχανος, -ον (Α)<br />αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>].
|mltxt=[[θρασυμήχανος]] και δωρ. [[τύπος]] θρασυμάχανος, -ον (Α)<br />αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), [[πρβλ]]. [[αμήχανος]], [[πολυμήχανος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυμήχᾰνος Medium diacritics: θρασυμήχανος Low diacritics: θρασυμήχανος Capitals: ΘΡΑΣΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: thrasymḗchanos Transliteration B: thrasymēchanos Transliteration C: thrasymichanos Beta Code: qrasumh/xanos

English (LSJ)

Dor. θρασυ-μάχᾰνος [μᾱ], ον, A bold in contriving, daring in design, Ἡρακλέης Pi.O.6.67; λέοντες Id.N.4.62.

German (Pape)

[Seite 1216] von kühnen Plänen, Unternehmungen; Herakles, dor. -μάχανος, Pind. Ol. 6, 67; von Löwen, N. 4, 62.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, ον, τολμηρὸς ἐν τῷ σχεδιάζειν ἢ μηχανᾶσθαι, Ἡρακλέης Πίνδ. Ο. 6. 114∙ λέοντες ὁ αὐτ. Ν. 4. 101.

Greek Monolingual

θρασυμήχανος και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. αμήχανος, πολυμήχανος].

Greek Monotonic

θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, -ον (μηχανήτολμηρός στις επινοήσεις, στο να μηχανεύεται, εφευρίσκει, αυτός που σχεδιάζει με τολμηρό τρόπο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠμήχᾰνος: дор. θρᾰσῠμάχᾰνος 2 составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный (Ἡρακλέης Pind.).

Middle Liddell

μηχανή
bold in contriving, daring in design, Pind.