ιδιόχειρος: Difference between revisions
From LSJ
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[ιδιόχειρος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το [[χέρι]] κάποιου («[[ιδιόχειρος]] [[διαθήκη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ιδιόχειρη [[επίδοση]] της επιστολής» — η [[παράδοση]] της επιστολής στα χέρια [[αυτού]] [[προς]] τον οποίο απευθύνεται<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰδιόχειρον</i><br />το πρωτότυπο [[χειρόγραφο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοχείρως</i> (Μ ἰδιοχείρως)<br />με ή στα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]], <i>η</i> «[[χέρι]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[ιδιόχειρος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το [[χέρι]] κάποιου («[[ιδιόχειρος]] [[διαθήκη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ιδιόχειρη [[επίδοση]] της επιστολής» — η [[παράδοση]] της επιστολής στα χέρια [[αυτού]] [[προς]] τον οποίο απευθύνεται<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰδιόχειρον</i><br />το πρωτότυπο [[χειρόγραφο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοχείρως</i> (Μ ἰδιοχείρως)<br />με ή στα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]], <i>η</i> «[[χέρι]]»), [[πρβλ]]. [[αυτόχειρος]], [[πρόχειρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ ιδιόχειρος, -ον)
αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη»)
νεοελλ.
φρ. «ιδιόχειρη επίδοση της επιστολής» — η παράδοση της επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰδιόχειρον
το πρωτότυπο χειρόγραφο.
επίρρ...
ιδιοχείρως (Μ ἰδιοχείρως)
με ή στα ίδια τα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -χειρος (< χειρ, η «χέρι»), πρβλ. αυτόχειρος, πρόχειρος].