Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ινώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>μυ</i>-<i>ώδης</i>, <i>νευρ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[μυώδης]], [[νευρώδης]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυώδης, νευρώδης)].