ινώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ες (Α [[ἰνώδης]], -ῶδες)<br />αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη [[συνένωση]] ινών («[[ινώδης]] [[ιστός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ινώδες</i><br />δυσδιάλυτη [[πρωτεΐνη]] που προκύπτει από το [[ινωδογόνο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του σχηματισμού του, όταν πήζει το [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[μυώδης]], [[νευρώδης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυώδης, νευρώδης)].