κακόρρους: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόρρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῡς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>ρρους</i>, <i>πολύ</i>-<i>ρρους</i>].
|mltxt=[[κακόρρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥοῡς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[βαθύρρους]], [[πολύρρους]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόρρους Medium diacritics: κακόρρους Low diacritics: κακόρρους Capitals: ΚΑΚΟΡΡΟΥΣ
Transliteration A: kakórrous Transliteration B: kakorrous Transliteration C: kakorrous Beta Code: kako/rrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόρροος.

Greek Monolingual

κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῡς < ῥέω), πρβλ. βαθύρρους, πολύρρους].