καταφλεξίπολις: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταφλεξίπολις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (για [[εταίρα]]) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ., του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταφλεξ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-<i>φλέξ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[καταφλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καταφλεξίπολις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>μτφ.</b> (για [[εταίρα]]) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ., του τύπου <i>τερ</i>-<i>ψίμβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταφλεξ</i>- ([[πρβλ]]. <i>κατα</i>-<i>φλέξ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[καταφλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]]), [[πρβλ]]. [[σωσίπολις]], [[ταραξίπολις]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταφλεξίπολις:''' ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. [[ἑταίρα]] Anth.). | |elrutext='''καταφλεξίπολις:''' ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. [[ἑταίρα]] Anth.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, A inflamer of cities, of a courtesan, AP 5.1.
Greek Monolingual
καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., του τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. του καταφλέγω) + -πολις, ὁ, ἡ (< πόλις), πρβλ. σωσίπολις, ταραξίπολις].
Russian (Dvoretsky)
καταφλεξίπολις: ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. ἑταίρα Anth.).