σωσίπολις

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωσίπολις Medium diacritics: σωσίπολις Low diacritics: σωσίπολις Capitals: ΣΩΣΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: sōsípolis Transliteration B: sōsipolis Transliteration C: sosipolis Beta Code: swsi/polis

English (LSJ)

ιδος and ιος, ὁ, ἡ, saving the city, λεώς Ar.Ach. 163; Ζεύς Str.14.1.41, cf. SIG589.48 (Magn. Mae., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1061] ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat rettend, erhaltend, Ai. Ach. 163.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
qui sauve ou protège la Cité ou les cités.
Étymologie: σῴζω, πόλις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωσίπολις -ι(δ)ος [σῶς, πόλις] de stad behoudend, de stad reddend.

Russian (Dvoretsky)

σωσίπολις: εως adj. спасающий или охраняющий город (λεώς Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

σωσίπολις: [ῐ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ σῴζων τὴν πόλιν, ὁ θρανίτης λεὼς ὁ σωσίπολις Ἀριστοφ. Ἀχ. 163· τοῦ σωσιπόλιδος Διὸς Στράβ. 648.

Greek Monolingual

-όλιδος και σωσιπόλιος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που σώζει την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < σώζω + πόλις (πρβλ. ἡγησίπολις, ταραξίπολις)].

Greek Monotonic

σωσίπολις: [ῐ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που σώζει την πόλη, σωτήρας πόλης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σωσί-πολις, [ῐ], ιδος, ὁ, ἡ,
saving the city, Ar.