κληματῖτις: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κληματῖτις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει [[μακριά]] αναρριχώμενα κλαδιά («[[κληματῖτις]] [[ἀριστολόχεια]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[κληματίς]] ή λευκάμπελος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i>, -<i>ίτιδος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κληματῖτις]], -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει [[μακριά]] αναρριχώμενα κλαδιά («[[κληματῖτις]] [[ἀριστολόχεια]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[κληματίς]] ή λευκάμπελος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i>, -<i>ίτιδος</i> ([[πρβλ]]. [[κεγχρίτις]], [[κεντρίτις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ιδος, ἡ, Adj. with long climbing branches, name of a kind of ἀριστολοχεία, Dsc. 3.4. Subst., = κληματίς (brush-wood, fagot-wood, vine-branch, branch, brushwood, faggots, periwinkle, Vinca herbacea, traveller's joy, Clematis Vitalba, bearbind, Convolvulus arvensis) II. 2, Ps.-Dsc. 4.180.
German (Pape)
[Seite 1450] ιδος, ἡ (das masc. κληματίτης scheint ungebräuchlich), mit Ranken, Diosc. – Bes. ein Rankengewächs, welches sich an Bäumen emporrankt, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κλημᾰτῖτις: ῐδος, ἐπίθ., ἔχουσα μακροὺς κλάδους ἀναρριχωμένους, ἀριστολόχεια Διοσκ. 3. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ κληματίς, ὁ αὐτ. 4. 182.
Greek Monolingual
κληματῖτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.)
2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, -ατος + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεγχρίτις, κεντρίτις)].