καταβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβλαβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[βλάβη]] στις [[φρένες]], στο [[μυαλό]], [[βλαμμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πάθει [[μεγάλη]] [[ζημιά]], που έχει καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>βλαβής</i>, <i>προσ</i>-<i>βλαβής</i>].
|mltxt=[[καταβλαβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[βλάβη]] στις [[φρένες]], στο [[μυαλό]], [[βλαμμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πάθει [[μεγάλη]] [[ζημιά]], που έχει καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. [[επιβλαβής]], [[προσβλαβής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:29, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

καταβλαβής: -ές, βεβλαμμένος τὰς φρένας, Διδ. Ἀλ. 608C. ΙΙ. παθὼν μεγάλην βλάβην, κατεστραμμένος, Ἐπιγρ. Ταυρ., CIG οὕτω καὶ Ἰτ. 4325, 9.

Greek Monolingual

καταβλαβής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος
2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επιβλαβής, προσβλαβής].