κολοβανθής: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κολοβανθής]] και [[κολοβοανθής]], -ές)<br />αυτός που έχει κολοβά [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[κολοβανθής]] και [[κολοβοανθής]], -ές)<br />αυτός που έχει κολοβά [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοβός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[λευκανθής]], [[φιλανθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A bearing stunted (i.e. papilionaceous) flowers, such as peas, Thphr.HP8.3.3:—also κολοβοανθής, ib.6.5.3.
Greek Monolingual
-ές (Α κολοβανθής και κολοβοανθής, -ές)
αυτός που έχει κολοβά άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, φιλανθής].