κονιατής: Difference between revisions
From LSJ
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κονιαστής, ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και κονιαστής, ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1481] ὁ, der mit Kalktünche Überziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.
Greek (Liddell-Scott)
κονῐᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσβεστώνων, ἀσβεστωτής, Γαλην.· ὄνομα δράματος τοῦ Ἄμφιδος, Πολυδ. Ζ΄, 125.
Greek Monolingual
και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].