κοσμήτορας: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κοσμήτωρ]], ο (ΑM [[κοσμήτωρ]])<br />αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η [[φροντίδα]] για την [[τάξη]] ή τη [[διακόσμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθηγητής]] ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με [[εκλογή]], για ορισμένη [[θητεία]] να συγκαλεί τη [[σχολή]] σε συνεδρίες ως [[πρόεδρος]], να ανακηρύσσει τους διδάκτορες και να μετέχει ως [[μέλος]] στη σύγκλητο του ιδρύματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. τ. του [[κοσμητής]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που παρατάσσει τον στρατό για [[μάχη]] («κοσμήτορι λαῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγός]], [[παιδαγωγός]] («γηραλέον κοσμήτορα παιδός», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) ο [[άρχοντας]] που επέβλεπε τους εφήβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοσμη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κόσμη</i>-<i>σα</i>, αόρ. του <i>κοσμῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>, <i>κτή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=και [[κοσμήτωρ]], ο (ΑM [[κοσμήτωρ]])<br />αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η [[φροντίδα]] για την [[τάξη]] ή τη [[διακόσμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθηγητής]] ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με [[εκλογή]], για ορισμένη [[θητεία]] να συγκαλεί τη [[σχολή]] σε συνεδρίες ως [[πρόεδρος]], να ανακηρύσσει τους διδάκτορες και να μετέχει ως [[μέλος]] στη σύγκλητο του ιδρύματος<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. τ. του [[κοσμητής]])<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που παρατάσσει τον στρατό για [[μάχη]] («κοσμήτορι λαῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγός]], [[παιδαγωγός]] («γηραλέον κοσμήτορα παιδός», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) ο [[άρχοντας]] που επέβλεπε τους εφήβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοσμη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κόσμη</i>-<i>σα</i>, αόρ. του <i>κοσμῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[γεννήτωρ]], [[κτήτωρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ)
αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση
νεοελλ.
καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να ανακηρύσσει τους διδάκτορες και να μετέχει ως μέλος στη σύγκλητο του ιδρύματος
αρχ.
(ποιητ. τ. του κοσμητής)
1. εκείνος που παρατάσσει τον στρατό για μάχη («κοσμήτορι λαῶν», Ομ. Οδ.)
2. οδηγός, παιδαγωγός («γηραλέον κοσμήτορα παιδός», Απολλ. Ρόδ.)
3. (στην Αθήνα) ο άρχοντας που επέβλεπε τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοσμη- (πρβλ. -κόσμη-σα, αόρ. του κοσμῶ) + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ, κτήτωρ)].