κοσμήτορας
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Greek Monolingual
και κοσμήτωρ, ο (ΑM κοσμήτωρ)
αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φροντίδα για την τάξη ή τη διακόσμηση
νεοελλ.
καθηγητής ανώτατης σχολής, στον οποίο ανατίθεται, με εκλογή, για ορισμένη θητεία να συγκαλεί τη σχολή σε συνεδρίες ως πρόεδρος, να ανακηρύσσει τους διδάκτορες και να μετέχει ως μέλος στη σύγκλητο του ιδρύματος
αρχ.
(ποιητ. τ. του κοσμητής)
1. εκείνος που παρατάσσει τον στρατό για μάχη («κοσμήτορι λαῶν», Ομ. Οδ.)
2. οδηγός, παιδαγωγός («γηραλέον κοσμήτορα παιδός», Απολλ. Ρόδ.)
3. (στην Αθήνα) ο άρχοντας που επέβλεπε τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοσμη- (πρβλ. ἐ-κόσμη-σα, αόρ. του κοσμῶ) + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ, κτήτωρ)].