κούφιος: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[άδειος]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς, δόντια, ξύλα <b>κ.λπ.</b>) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο [[καρύδι]]» β. «κούφιο [[δόντι]]»)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[υπόκωφος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[ουσία]], [[επιφανειακός]] (α. «κούφια [[λόγια]]» β. «κούφιο [[άτομο]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό [[προς]] [[αποφυγή]] δυσάρεστης κατάστασης<br />β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του<br />γ) «στα κούφια» — [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή [[χωρίς]] θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]] εσωτερικά, [[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, [[κατά]] τα αρχ. επίθ. σε -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[περιεχόμενο]], [[άδειος]]<br /><b>2.</b> (για καρπούς, δόντια, ξύλα <b>κ.λπ.</b>) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο [[καρύδι]]» β. «κούφιο [[δόντι]]»)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[υπόκωφος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[ουσία]], [[επιφανειακός]] (α. «κούφια [[λόγια]]» β. «κούφιο [[άτομο]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό [[προς]] [[αποφυγή]] δυσάρεστης κατάστασης<br />β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του<br />γ) «στα κούφια» — [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή [[χωρίς]] θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]] εσωτερικά, [[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>, [[κατά]] τα αρχ. επίθ. σε -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[άξιος]], [[γνήσιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:43, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, άδειος
2. (για καρπούς, δόντια, ξύλα κ.λπ.) εσωτερικά φθαρμένος (α. «κούφιο καρύδι» β. «κούφιο δόντι»)
3. (για ήχο) υπόκωφος
4. μτφ. αυτός που δεν έχει ουσία, επιφανειακός (α. «κούφια λόγια» β. «κούφιο άτομο»)
5. φρ. α) «κούφια η ώρα» — για εξορκισμό προς αποφυγή δυσάρεστης κατάστασης
β. «του βγήκαν κούφια» — για κάποιον που απέτυχε στις προσδοκίες του
γ) «στα κούφια» — χωρίς αποτέλεσμα ή χωρίς θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦφος «άδειος εσωτερικά, κενός» + κατάλ. -ιος, κατά τα αρχ. επίθ. σε -ιος (πρβλ. άξιος, γνήσιος)].