λειψιφαής: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειψιφαής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. [[λειψίφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λειψιφαής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. [[λειψίφωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. [[νυκτοφαής]], [[χρυσοφαής]], σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:49, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A waning, σελήνη Max.455, cf. Heph.Astr.2.34.
German (Pape)
[Seite 27] μήνη, mit abnehmendem Lichte, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
λειψῐφαής: -ές, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἧς τὸ φῶς ἐλαττοῦται, ἀπολείπει, μήνη Μάξιμ. π. κατ. 455· ὡσαύτως, λειψίφωτος, ον, Παῦλ. Αἰγ. 2· λειψίφως Εὐστ. 811. 63.
Greek Monolingual
λειψιφαής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτή που έχει ελλιπές, ελαττωμένο, άτονο φως, αλλ. λειψίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτοφαής, χρυσοφαής, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].