λευκοδέρματος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκοδέρματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δέρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>δέρματος</i>, <i>μελανο</i>-<i>δέρματος</i>].
|mltxt=[[λευκοδέρματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δέρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[αδέρματος]], [[μελανοδέρματος]]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

ον, gloss on sq., Hsch.

German (Pape)

[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.

Greek Monolingual

λευκοδέρματος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -δέρματος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. αδέρματος, μελανοδέρματος].