μίσυβρις: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μίσυβρις]], -ιος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την [[αλαζονεία]], την [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὕβρις]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μίσυβρις]], -ιος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την [[αλαζονεία]], την [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὕβρις]] ([[πρβλ]]. [[παύσυβρις]], [[φίλυβρις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
[μῑ], ιος, ὁ, ἡ, A hating insolence, LXX 3 Ma.6.9.
German (Pape)
[Seite 192] ιος, Übermuth hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μίσυβρῐς: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ὕβριν, τὴν ἀλαζονείαν, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛʹ, 7).
Greek Monolingual
μίσυβρις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που απεχθάνεται την ύβρη, δηλ. την αλαζονεία, την αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ὕβρις (πρβλ. παύσυβρις, φίλυβρις)].