μετωποσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μετωποσκόπος]])<br />αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την [[εξέταση]] του μετώπου και τών ρυτίδων του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>μετεωρο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ονειρο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=ο (Α [[μετωποσκόπος]])<br />αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την [[εξέταση]] του μετώπου και τών ρυτίδων του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[μετεωροσκόπος]], [[ονειροσκόπος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετωποσκόπος:''' рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.
|elrutext='''μετωποσκόπος:''' рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.
}}
}}

Revision as of 19:01, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσκόπος Medium diacritics: μετωποσκόπος Low diacritics: μετωποσκόπος Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: metōposkópos Transliteration B: metōposkopos Transliteration C: metoposkopos Beta Code: metwposko/pos

English (LSJ)

ον, A observing the forehead, judging of men by their foreheads, Plin.HN35.88, Suet.Tit.2.

German (Pape)

[Seite 164] stirnbeschauend, der aus der Stirne die Sinnesart der Menschen beurtheilt, Clem. Al. paed. 3, 3, 15; vgl. Plin. H. N. 35, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσκόπος: -ον, ὁ μαντευόμενος διὰ τῶν ῥυτίδων τοῦ μετώπου, Κλήμ. Ἀλ. 261, πρβλ. Πλίν. 33, 11, Sueton. Tit. 2.

Greek Monolingual

ο (Α μετωποσκόπος)
αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση του μετώπου και τών ρυτίδων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωροσκόπος, ονειροσκόπος].

Russian (Dvoretsky)

μετωποσκόπος: рассматривающий или исследующий лоб, т. е. физиономист Suet.