μηλοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοκόμος]], δωρ. τ. [[μαλοκόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτρέφει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]], [[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>γηρο</i>-<i>κόμος</i>, <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=[[μηλοκόμος]], δωρ. τ. [[μαλοκόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτρέφει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]], [[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. [[γηροκόμος]], [[ιπποκόμος]]].
}}
}}

Revision as of 19:01, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοκόμος Medium diacritics: μηλοκόμος Low diacritics: μηλοκόμος Capitals: ΜΗΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: mēlokómos Transliteration B: mēlokomos Transliteration C: milokomos Beta Code: mhloko/mos

English (LSJ)

Dor. μαλοκόμος, ον, A sheep-protecting, βόαυλα Hymn.Is.164.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe pflegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοκόμος: -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74.

Greek Monolingual

μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηροκόμος, ιπποκόμος].