ἐριφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ζα</i>-<i>φλεγής</i>, <i>πυρι</i>-<i>φλεγής</i>)].
|mltxt=[[ἐριφλεγής]], -ές (AM)<br />αυτός που φλέγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ζαφλεγής]], [[πυριφλεγής]])].
}}
}}

Revision as of 19:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριφλεγής Medium diacritics: ἐριφλεγής Low diacritics: εριφλεγής Capitals: ΕΡΙΦΛΕΓΗΣ
Transliteration A: eriphlegḗs Transliteration B: eriphlegēs Transliteration C: eriflegis Beta Code: e)riflegh/s

English (LSJ)

ές, A much-flaming, Nonn.D.26.33.

German (Pape)

[Seite 1031] ές, sehr brennend, Nonn. D. 26, 33 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριφλεγής: -ές, ὁ πάνυ φλέγων, Νόνν. Δ. 26. 33.

Greek Monolingual

ἐριφλεγής, -ές (AM)
αυτός που φλέγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι- + -φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζαφλεγής, πυριφλεγής)].