ἰδιόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰδιόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή [[γλώσσα]] («πόλιν ἰδιόγλωσσον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰδιόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή [[γλώσσα]] («πόλιν ἰδιόγλωσσον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[δίγλωσσος]], [[πολύγλωσσος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:17, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A of distinct, peculiar tongue, πόλις Str.5.2.9.
German (Pape)
[Seite 1236] von eigener, besonderer Sprache, Strab. V, 226.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόγλωσσος: -ον, ἔχων ἰδίαν, διακεκριμένην γλῶσσαν, Στράβων 226.
Greek Monolingual
ἰδιόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δίγλωσσος, πολύγλωσσος].