ἰδιόγλωσσος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἰδιόγλωσσον, of distinct, peculiar tongue, πόλις Str.5.2.9.
German (Pape)
[Seite 1236] von eigener, besonderer Sprache, Strab. V, 226.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόγλωσσος: -ον, ἔχων ἰδίαν, διακεκριμένην γλῶσσαν, Στράβων 226.
Greek Monolingual
ἰδιόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλά δική του, ξεχωριστή γλώσσα («πόλιν ἰδιόγλωσσον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δίγλωσσος, πολύγλωσσος].