μηλοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοπάρειος]], δωρ. τ. [[μαλοπάραυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το [[μήλο]] («[[μαλοπάραυος]] Ἀγαύη», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> και -<i>πάραυος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> και αιολ. τ. <i>παραῦαι</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
|mltxt=[[μηλοπάρειος]], δωρ. τ. [[μαλοπάραυος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το [[μήλο]] («[[μαλοπάραυος]] Ἀγαύη», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> και -<i>πάραυος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> και αιολ. τ. <i>παραῦαι</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. [[λευκοπάρειος]], [[χαλκοπάρειος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοπάρειος Medium diacritics: μηλοπάρειος Low diacritics: μηλοπάρειος Capitals: ΜΗΛΟΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: mēlopáreios Transliteration B: mēlopareios Transliteration C: milopareios Beta Code: mhlopa/reios

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. μᾱλοπάραυος, ον, A apple-cheeked, Theoc. 26.1.

German (Pape)

[Seite 173] apselwangig, d. i. roth- oder rundwangig, bei Theocr. 26, 1 in dor. Form μαλοπάρῃος; Eust. 691, 52 erkl. ἁπαλοπάρῃος.

Greek Monolingual

μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλομαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.)
2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -πάρειος και -πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].

Greek Monotonic

μηλοπάρειος: [ᾰ], Αιολ. μᾱλοπάραυος, -ον, αυτός που τα μάγουλά του μοιάζουν με μήλα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μηλοπάρειος: дор. μᾱλο-πάρῃος 2 (πᾰ) со щеками как яблоки, румяноланитный (Theocr. - v. l. μαλοπάραυος).