θυοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυοφόρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κληρικός]] που θύμιαζε [[κατά]] τις εκκλησιαστικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>κερδο</i>-[[φόρος]], <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[θυοφόρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κληρικός]] που θύμιαζε [[κατά]] τις εκκλησιαστικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[κερδοφόρος]], [[τροπαιοφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1226] Weihrauch, Opfer darbringend, Greg. Naz.

Greek Monolingual

θυοφόρος, ὁ (Α)
ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδοφόρος, τροπαιοφόρος.