κανονωτός: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανονωτός]], ή, -όν (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο κατασκευασμένος [[έτσι]] ώστε να [[είναι]] [[ευθύς]] ή [[ομαλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>αγκυλ</i>-[[ωτός]], <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=[[κανονωτός]], ή, -όν (AM)<br /><b>μσν.</b><br />ο κατασκευασμένος [[έτσι]] ώστε να [[είναι]] [[ευθύς]] ή [[ομαλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αγκυλωτός]], [[οδοντωτός]])].
}}
}}

Revision as of 07:35, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνονωτός Medium diacritics: κανονωτός Low diacritics: κανονωτός Capitals: ΚΑΝΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kanonōtós Transliteration B: kanonōtos Transliteration C: kanonotos Beta Code: kanonwto/s

English (LSJ)

ἡ, όν, A furnished with cross-bars, θυρίδες PSI5.547.4 (iii B. C.); ἀγγεῖον, ζωγρεῖον κ., a cage for pigs, Sch.Ar.V.840 ed.Ald. (v.l. κανωτόν). 2 made straight or even, ῥάβδοι Eust.707.59.

Greek Monolingual

κανονωτός, ή, -όν (AM)
μσν.
ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός
αρχ.
ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, -όνος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, οδοντωτός)].