καμηλοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμηλοβάτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], [[αναβάτης]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καμηλοβάτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], [[αναβάτης]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ορειβάτης]], [[σχοινοβάτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 24 August 2021
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, der ein Kameel besteigt, reitet, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, Κλήμ. Ἀλ. 267.
Greek Monolingual
καμηλοβάτης, ὁ (Α)
αυτός που καβαλικεύει καμήλα, αναβάτης καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης, σχοινοβάτης.