θυροδέρνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[χτυπώ]] τις πόρτες ζητιανεύοντας, [[εκλιπαρώ]] [[βοήθεια]] γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι [[είναι]] [[βάρος]] του η ζωή», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέρνω]] «[[περιπλανώμαι]] με κόπους» (<span style="color: red;"><</span> [[δέρνω]]), [[πρβλ]]. <i>βωλο</i>-[[δέρνω]], <i>παρα</i>-[[δέρνω]]].
|mltxt=[[χτυπώ]] τις πόρτες ζητιανεύοντας, [[εκλιπαρώ]] [[βοήθεια]] γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι [[είναι]] [[βάρος]] του η ζωή», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέρνω]] «[[περιπλανώμαι]] με κόπους» (<span style="color: red;"><</span> [[δέρνω]]), [[πρβλ]]. [[βωλοδέρνω]], [[παραδέρνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:49, 24 August 2021

Greek Monolingual

χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλοδέρνω, παραδέρνω].