κρεατοκόπτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρεοκόπτης]], ο<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή μικρό [[τσεκούρι]] για το [[κόψιμο]] κρέατος<br /><b>2.</b> ειδικό [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει για την [[πολτοποίηση]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[κόπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. <i>νυχο</i>-[[κόπτης]], <i>χαρτο</i>-[[κόπτης]]].
|mltxt=και [[κρεοκόπτης]], ο<br /><b>1.</b> μεγάλο [[μαχαίρι]] ή μικρό [[τσεκούρι]] για το [[κόψιμο]] κρέατος<br /><b>2.</b> ειδικό [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει για την [[πολτοποίηση]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρεατο</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρε</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[κόπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[νυχοκόπτης]], [[χαρτοκόπτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

και κρεοκόπτης, ο
1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος
2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχοκόπτης, χαρτοκόπτης].