μοιρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοιρονόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορίζει την [[τύχη]] σε καθέναν από τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]] «πεπρωμένο»·[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]]»), [[πρβλ]]. <i>κληρο</i>-[[νόμος]].
|mltxt=[[μοιρονόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορίζει την [[τύχη]] σε καθέναν από τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]] «πεπρωμένο»·[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]]»), [[κληρονόμος]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρονόμος Medium diacritics: μοιρονόμος Low diacritics: μοιρονόμος Capitals: ΜΟΙΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: moironómos Transliteration B: moironomos Transliteration C: moironomos Beta Code: moirono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω) A dispensing fate, Aristid.Or.48(24).31.

German (Pape)

[Seite 198] Schicksal vertheilend, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.

Greek Monolingual

μοιρονόμος, -ον (Α)
αυτός που ορίζει την τύχη σε καθέναν από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα «πεπρωμένο»·νόμος (< νέμω «μοιράζω»), κληρονόμος.