οπωροφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωροφθόρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που καταστρέφει τους εδώδιμους καρπούς, τις οπώρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=[[ὀπωροφθόρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που καταστρέφει τους εδώδιμους καρπούς, τις οπώρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[ψυχοφθόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ὀπωροφθόρος, -ον (Μ)
αυτός που καταστρέφει τους εδώδιμους καρπούς, τις οπώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.