νυχτοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανάται τη [[νύχτα]], νυχτοπόρος<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Νυχτοκόπος</i><br />ο [[πλανήτης]] Δίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύχτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαμνο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανάται τη [[νύχτα]], νυχτοπόρος<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Νυχτοκόπος</i><br />ο [[πλανήτης]] Δίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύχτα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[λαμνοκόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος
2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος
ο πλανήτης Δίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνοκόπος.