ὀρθοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[οξυκέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 13:25, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοκέφᾰλος Medium diacritics: ὀρθοκέφαλος Low diacritics: ορθοκέφαλος Capitals: ΟΡΘΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: orthoképhalos Transliteration B: orthokephalos Transliteration C: orthokefalos Beta Code: o)rqoke/falos

English (LSJ)

ον, A with head erect, Apollon.Lex. s.v. ὀρθοκραιράων.

German (Pape)

[Seite 374] mit aufrechtem Kopfe, Eust. und Apoll. L. H., Erkl. von ὀρθόκραιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. ὀρθόκραιρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου
αρχ.
αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυκέφαλος.