νουμήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nouminios
|Transliteration C=nouminios
|Beta Code=noumh/nios
|Beta Code=noumh/nios
|Definition=ον, Att. contr. for [[νεομήνιος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[used at the new moon]], ἄρτοι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Subst., perh. a kind of [[curlew]] : [[proverb|prov.]], <b class="b3">ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν</b>. 'birds of a feather flock together', <span class="bibl">D.L.9.114</span>.</span>
|Definition=ον, Att. contr. for [[νεομήνιος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[used at the new moon]], ἄρτοι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], perh. a kind of [[curlew]] : [[proverb|prov.]], <b class="b3">ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν</b>. 'birds of a feather flock together', <span class="bibl">D.L.9.114</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 07:30, 29 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουμήνιος Medium diacritics: νουμήνιος Low diacritics: νουμήνιος Capitals: ΝΟΥΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: noumḗnios Transliteration B: noumēnios Transliteration C: nouminios Beta Code: noumh/nios

English (LSJ)

ον, Att. contr. for νεομήνιος, A used at the new moon, ἄρτοι Luc.Lex.6. II as substantive, perh. a kind of curlew : prov., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. 'birds of a feather flock together', D.L.9.114.

Greek (Liddell-Scott)

νουμήνιος: -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., εἶδος πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «νουμήνιος· ὄρνεον ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ τροχίλος»: παροιμ., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν., «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la nouvelle lune, du premier jour du mois.
Étymologie: νουμηνία.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νουμήνιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στη νουμηνία ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι ἦσαν σιφαῖοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο νουμήνιος
είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σκολοπακιδών
αρχ.
παροιμ. «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ νουμήνιος» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. νουμηνία.

Russian (Dvoretsky)

νουμήνιος: II ὁ зоол. предполож. кроншнеп: ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. погов. Timon ap. Diog. L. сошлись кулик с кроншнепом (о неустойчивой связи).
употребляемый в праздник новолуния (ἄρτοι Luc.).