παθικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pathikos
|Transliteration C=pathikos
|Beta Code=paqiko/s
|Beta Code=paqiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[remaining passive]]: hence Lat. [[pathicus]], i.e. [[qui muliebria patitur]], Juv.2.99, etc.</span>
|Definition=ή, όν, [[remaining passive]]: hence Lat. [[pathicus]], i.e. qui [[muliebris|muliebria]] [[patior|patitur]], Juv.2.99, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰθικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , [[κίναιδος]], τὸ Λατ. pathicus, δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.
|lstext='''πᾰθικός''': -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , [[κίναιδος]], τὸ Λατ. [[pathicus]], δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παθικός]], -ή, -όν (Α) [[πάθος]]<br />αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική [[συνεύρεση]], που προσφέρει τον εαυτό του σε [[ασέλγεια]], ο [[κίναιδος]].
|mltxt=[[παθικός]], -ή, -όν (Α) [[πάθος]]<br />αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική [[συνεύρεση]], που προσφέρει τον εαυτό του σε [[ασέλγεια]], ο [[κίναιδος]].
}}
}}

Revision as of 08:55, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰθῐκός Medium diacritics: παθικός Low diacritics: παθικός Capitals: ΠΑΘΙΚΟΣ
Transliteration A: pathikós Transliteration B: pathikos Transliteration C: pathikos Beta Code: paqiko/s

English (LSJ)

ή, όν, remaining passive: hence Lat. pathicus, i.e. qui muliebria patitur, Juv.2.99, etc.

German (Pape)

[Seite 437] sich leidend verhaltend, der unnatürliche Unzucht mit sich treiben läßt, Martial.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰθικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , κίναιδος, τὸ Λατ. pathicus, δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.

Greek Monolingual

παθικός, -ή, -όν (Α) πάθος
αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική συνεύρεση, που προσφέρει τον εαυτό του σε ασέλγεια, ο κίναιδος.