ἐμμετρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμμετρέω:''' соизмерять (τί τινι Anth.; ταῖς φυσικαῖς χρείαις ἐμμεμετρημένος [[βίος]] Luc. - v. l. ξυμμεμετρημένος).
|elrutext='''ἐμμετρέω:''' соизмерять (τί τινι Anth.; ταῖς φυσικαῖς χρείαις ἐμμεμετρημένος [[βίος]] Luc. - [[varia lectio|v.l.]] ξυμμεμετρημένος).
}}
}}

Revision as of 12:15, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμετρέω Medium diacritics: ἐμμετρέω Low diacritics: εμμετρέω Capitals: ΕΜΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: emmetréō Transliteration B: emmetreō Transliteration C: emmetreo Beta Code: e)mmetre/w

English (LSJ)

A measure by or according to, τῇ προθυμίᾳ τὰ σιτία AP4.3.18 (Agath.), v.l. for συμμ- in Luc.Gall.27. 2 simply, measure out, provide, PMasp.138iv1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 808] woran abmessen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμετρέω: μετρῶ συμφώνως πρός τι, τῇ προθυμίᾳ Ἀγαθ. ἐν Ἀνθ. Π. 43, 18· οὕτως ἐν Λουκ. Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 27, μετὰ διαφ. γρ. συμμ-.

Spanish (DGE)

1 econ. medir el grano, gener. para efectuar un pago en especie, abonar, pagar en especie ἀχύρου λί(τρας) ρν OMich.181.3 (IV d.C.), cf. PMasp.138.4.1 (VI d.C.), CPR 7.45.5 (VI d.C.), en v. pas. πυροῦ ἐνμετρουμένου εἰς θησαυρούς PTheon 14.4 (II d.C.).
2 fig., c. dat. abstr. ajustar, adaptar, amoldar τῇ προθυμίᾳ ... ἐμμετρεῖν τὰ σιτία AP 4.3.18 (Agath.)
concebir de acuerdo con τῷ ἐπιφαινομένῳ χαρακτῆρι ... ἐμμετρεῖ ... τὴν ὑπόστασιν Gr.Nyss.Perf.189.7.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμετρέω: соизмерять (τί τινι Anth.; ταῖς φυσικαῖς χρείαις ἐμμεμετρημένος βίος Luc. - v.l. ξυμμεμετρημένος).