υπόδηση: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(43) |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπόδησις]], -ήσεως, ΝΜΑ, και [[υπόδεση]] Ν, και [[ὑπόδεσις]], -έσεως, ΜΑ [[ὑποδέω]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] τα υποδήματά του<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> τα υποδήματα [[αλλά]] και [[καθετί]] που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «[[αὐτός]], ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.<br />δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν | |mltxt=η / [[ὑπόδησις]], -ήσεως, ΝΜΑ, και [[υπόδεση]] Ν, και [[ὑπόδεσις]], -έσεως, ΜΑ [[ὑποδέω]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] τα υποδήματά του<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> τα υποδήματα [[αλλά]] και [[καθετί]] που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «[[αὐτός]], ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.<br />δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν πᾶσαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[ενίσχυση]] λέμβων ή πλοιαρίων με [[σχοινιά]] ή καλώδια τα οποία, [[αφού]] περιβάλουν το [[σκάφος]], δένονται [[πάνω]] από το [[κατάστρωμα]] προκειμένου [[έτσι]] να αποφευχθεί [[διάνοιξη]] τών πλευρών σε [[περίπτωση]] υπερφόρτωσης<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίδεση]] τραύματος από [[κάτω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:10, 8 May 2022
Greek Monolingual
η / ὑπόδησις, -ήσεως, ΝΜΑ, και υπόδεση Ν, και ὑπόδεσις, -έσεως, ΜΑ ὑποδέω
1. το να φορεί κανείς τα υποδήματά του
2. συνεκδ. τα υποδήματα αλλά και καθετί που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «αὐτός, ὅνταν ἐμάθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν», Πρόδρ.
δ. «τὴν ἀμπεχόνην και ὑπόδεσιν πᾶσαν», Πλάτ.)
νεοελλ.
ναυτ. ενίσχυση λέμβων ή πλοιαρίων με σχοινιά ή καλώδια τα οποία, αφού περιβάλουν το σκάφος, δένονται πάνω από το κατάστρωμα προκειμένου έτσι να αποφευχθεί διάνοιξη τών πλευρών σε περίπτωση υπερφόρτωσης
αρχ.
επίδεση τραύματος από κάτω.