ἀλλήγορος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alligoros | |Transliteration C=alligoros | ||
|Beta Code=a)llh/goros | |Beta Code=a)llh/goros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[allegorical]], Et.Gud.515.42. Adv. [[ἀλληγόρως]] = [[allegorically]], Anon. (fort. Tz.)ap. Sch.<span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>428</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[alegórico]], <i>Et.Gud</i>.s.u. συνήγορος.<br /><b class="num">2</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[alegórico]], <i>Et.Gud</i>.s.u. [[συνήγορος]].<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀλληγόρως]] = [[interpretando alegóricamente]] γνῶθι τοῦτ' ἀλληγόρως Anon.(¿Tz.?) en Sch.A.<i>Pr</i>.428. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλλήγορος]], -ον ο [[αλληγορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]])<br />το -<i>η</i>- του β' συνθετικού σύμφωνα με τον νόμο «της εκτάσεως εν συνθέσει» του Wackernagel Στον <i>Chantraine</i> ο τ. απαντά ως <i>ἀλληγόρος</i>]. | |mltxt=[[ἀλλήγορος]], -ον ο [[αλληγορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]])<br />το -<i>η</i>- του β' συνθετικού σύμφωνα με τον νόμο «της εκτάσεως εν συνθέσει» του Wackernagel Στον <i>Chantraine</i> ο τ. απαντά ως <i>ἀλληγόρος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:54, 19 May 2022
English (LSJ)
ον, allegorical, Et.Gud.515.42. Adv. ἀλληγόρως = allegorically, Anon. (fort. Tz.)ap. Sch.A.Pr.428.
Spanish (DGE)
-ον
1 alegórico, Et.Gud.s.u. συνήγορος.
2 adv. ἀλληγόρως = interpretando alegóricamente γνῶθι τοῦτ' ἀλληγόρως Anon.(¿Tz.?) en Sch.A.Pr.428.
Greek Monolingual
ἀλλήγορος, -ον ο αλληγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + -ήγορος (< ἀγορά)
το -η- του β' συνθετικού σύμφωνα με τον νόμο «της εκτάσεως εν συνθέσει» του Wackernagel Στον Chantraine ο τ. απαντά ως ἀλληγόρος].