ἀρχειοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] [-[[φύλακος]]])<br />ο [[υπάλληλος]] που [[είναι]] επιφορτισμένος με την [[ταξινόμηση]] και [[φύλαξη]] των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.
|mltxt=ο (Α [[ἀρχειοφύλαξ]] ἀρχειοφύλακος)<br />ο [[υπάλληλος]] που [[είναι]] επιφορτισμένος με την [[ταξινόμηση]] και [[φύλαξη]] των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.
}}
}}

Revision as of 15:02, 4 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχειοφύλαξ Medium diacritics: ἀρχειοφύλαξ Low diacritics: αρχειοφύλαξ Capitals: ΑΡΧΕΙΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: archeiophýlax Transliteration B: archeiophylax Transliteration C: archeiofylaks Beta Code: a)rxeiofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.