σκαντζόχοιρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend
(37) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σκατζόχειρος και σκαντζόχερος και σκαντζόχερας, ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους εντομοφάγων, [[κυρίως]], θηλαστικών erinaceus της οικογένειας erinaceidae, τα άτομα του οποίου φέρουν στη [[ράχη]] βελόνες [[αντί]] τριχώματος και έχουν την [[ικανότητα]] να συσφαιρώνονται προβάλλοντας [[έτσι]] αποτελεσματική [[αντίσταση]] στον εχθρό τους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) δασύτριχο [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ἀκανθόχοιρος]]. | |mltxt=[[σκαντζόχοιρος]] και [[σκατζόχειρος]] και [[σκαντζόχερος]] και [[σκαντζόχερας]], ο, Ν<br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους εντομοφάγων, [[κυρίως]], θηλαστικών erinaceus της οικογένειας erinaceidae, τα άτομα του οποίου φέρουν στη [[ράχη]] βελόνες [[αντί]] τριχώματος και έχουν την [[ικανότητα]] να συσφαιρώνονται προβάλλοντας [[έτσι]] αποτελεσματική [[αντίσταση]] στον εχθρό τους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) δασύτριχο [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. [[ἀκανθόχοιρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 4 June 2022
Greek Monolingual
σκαντζόχοιρος και σκατζόχειρος και σκαντζόχερος και σκαντζόχερας, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του γένους εντομοφάγων, κυρίως, θηλαστικών erinaceus της οικογένειας erinaceidae, τα άτομα του οποίου φέρουν στη ράχη βελόνες αντί τριχώματος και έχουν την ικανότητα να συσφαιρώνονται προβάλλοντας έτσι αποτελεσματική αντίσταση στον εχθρό τους
2. μτφ. (για πρόσ.) δασύτριχο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. ἀκανθόχοιρος.