αργώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> δεν [[εργάζομαι]] [[επειδή]] [[είναι]] [[γιορτή]] ή για οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν [[σήμερα]]» <br />β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, [[είναι]] κλειστό <b>(Δημ.)</b><br />γ) «oἱ ἀργοῦν
|mltxt=(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]<br /><b>1.</b> δεν [[εργάζομαι]] [[επειδή]] [[είναι]] [[γιορτή]] ή για οποιονδήποτε [[άλλο]] λόγο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν [[σήμερα]]» <br />β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, [[είναι]] κλειστό <b>(Δημ.)</b><br />γ) «oἱ ἀργοῦν
τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν [[τίποτε]] (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθυστερώ]] να [[κάνω]] ή να γίνω [[κάτι]] («άργησα να φτάσω»<br />«άργησε ν' ανθήσει»<br />«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]] τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην [[αγορά]] — <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γῆ ἀργοῡσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]].
τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν [[τίποτε]] (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθυστερώ]] να [[κάνω]] ή να γίνω [[κάτι]] («άργησα να φτάσω»<br />«άργησε ν' ανθήσει»<br />«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]] τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην [[αγορά]] — <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γῆ ἀργοῦσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[ανεκτέλεστος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἀργῶ, -έω) [[[αργός]] (II)]
1. δεν εργάζομαι επειδή είναι γιορτή ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο
2. φρ. α) «οι δημόσιες υπηρεσίες αργούν σήμερα»
β) «ἀργεῑ τὸ έργαστήριον» — δεν δουλεύει, είναι κλειστό (Δημ.)
γ) «oἱ ἀργοῦν τες» — οι άεργοι, αυτοί που δεν κάνουν τίποτε (Σοφ.)
νεοελλ.
1. καθυστερώ να κάνω ή να γίνω κάτι («άργησα να φτάσω»
«άργησε ν' ανθήσει»
«τα σταφύλια άργησαν να γίνουν»)
2. κάνω κάποιον να καθυστερήσει («δεν θα σε αργήσω»)
αρχ.
1. παραμελώ, αφήνω τη δουλειά μου («ἀργήσει τῆς ἑαυτοῦ δημιουργίας καθήμενος ἐν ἀγορᾷ» — θα παρατήσει τη δουλειά του και θα κάθεται στην αγοράΠλάτ.)
2. φρ. «γῆ ἀργοῦσα» — γη ακαλλιέργητη, χέρσα (Ξεν.)
3. παθ. μένω ανεκτέλεστος.