ενδεής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδεής]], -ές)<br />[[εκείνος]] που του λείπουν [[ακόμη]] και τα απαραίτητα για τη ζωή του, [[άπορος]], [[πάμφτωχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ενδεής]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]], [[ανάγκη]] να αποκτήσει [[κάτι]] («[[ἐνδεής]] τίνος», «πολλῶν [[ἐνδεής]]», «σμικροῡ τινος [[ἐνδεής]]»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδεές</i><br />η [[ένδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υπολείπεται ως [[προς]] [[κάτι]], που παρουσιάζει [[έλλειψη]] σε [[κάτι]] («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)<br /><b>2.</b> [[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]] από κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]] («γένει τε οὐδενός [[ἐνδεής]]»)<br /><b>3.</b> [[ατελής]], [[ανεπαρκής]]<br />(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῑς [[εἶναι]]»)<br /><b>4.</b> (ως όρος της γραμματικής) [[ελλειπτικός]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδεής]], -ές)<br />[[εκείνος]] που του λείπουν [[ακόμη]] και τα απαραίτητα για τη ζωή του, [[άπορος]], [[πάμφτωχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ενδεής]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]], [[ανάγκη]] να αποκτήσει [[κάτι]] («[[ἐνδεής]] τίνος», «πολλῶν [[ἐνδεής]]», «σμικροῦ τινος [[ἐνδεής]]»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδεές</i><br />η [[ένδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που υπολείπεται ως [[προς]] [[κάτι]], που παρουσιάζει [[έλλειψη]] σε [[κάτι]] («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)<br /><b>2.</b> [[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]] από κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]] («γένει τε οὐδενός [[ἐνδεής]]»)<br /><b>3.</b> [[ατελής]], [[ανεπαρκής]]<br />(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῑς [[εἶναι]]»)<br /><b>4.</b> (ως όρος της γραμματικής) [[ελλειπτικός]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδεής, -ές)
εκείνος που του λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδεής
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτιἐνδεής τίνος», «πολλῶν ἐνδεής», «σμικροῦ τινος ἐνδεής»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδεές
η ένδεια
αρχ.
1. εκείνος που υπολείπεται ως προς κάτι, που παρουσιάζει έλλειψη σε κάτι («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)
2. κατώτερος, υποδεέστερος από κάποιον ως προς κάτι («γένει τε οὐδενός ἐνδεής»)
3. ατελής, ανεπαρκής
(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῑς εἶναι»)
4. (ως όρος της γραμματικής) ελλειπτικός.