αφυής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφυής]] (-οῡς), -ές (Α) [[φυή]]<br /><b>1.</b> ο μη [[ευφυής]], αυτός που δεν έχει [[φυσική]] [[ικανότητα]] ή διανοητική [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει άρτια σωματική [[διάπλαση]]<br /><b>4.</b> [[απονήρευτος]], [[άδολος]].
|mltxt=[[ἀφυής]] (-οῦς), -ές (Α) [[φυή]]<br /><b>1.</b> ο μη [[ευφυής]], αυτός που δεν έχει [[φυσική]] [[ικανότητα]] ή διανοητική [[υπεροχή]]<br /><b>2.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει άρτια σωματική [[διάπλαση]]<br /><b>4.</b> [[απονήρευτος]], [[άδολος]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀφυής (-οῦς), -ές (Α) φυή
1. ο μη ευφυής, αυτός που δεν έχει φυσική ικανότητα ή διανοητική υπεροχή
2. αδέξιος, ανίκανος
3. αυτός που δεν έχει άρτια σωματική διάπλαση
4. απονήρευτος, άδολος.