ηράκλειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [<i>Ηρακλής</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «[[ηράκλειος]] [[άθλος]]» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — [[στενός]] [[θαλάσσιος]] [[πόρος]] [[μεταξύ]] της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, [[κατά]] τη [[μυθολογία]], έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιγαντώδης]], [[τεράστιος]], [[υπερφυσικός]] («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>το ηράκλειο</i><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[σκιαδανθή]], [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἡράκλειον</i> και <i>Ἡρακλεῑον</i><br />α) [[ναός]] του Ηρακλέους<br />β) πολύ μεγάλο [[ποτήρι]], το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά Ἡράκλεια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Ηρακλέους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡρακλεία</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό ἡράκλειος</i><br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοῡσος ἡρακλείη» — η [[επιληψία]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) ἡράκλειον [[πάθος]]» — η [[ελεφαντίαση]] <b>(Αρετ.)</b><br />γ) «ἡράκλεια λουτρά» — θερμά λουτρά<br />δ) «[[λίθος]] ἡρακλεία» ή «[[λίθος]] ἡράκλεια» — ο [[μαγνήτης]]<br />ε) «[[πάνακες]] ἡράκλειον» — το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡρακλείως</i> (Α)<br />όπως ο Ηρακλής.
|mltxt=-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [<i>Ηρακλής</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «[[ηράκλειος]] [[άθλος]]» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — [[στενός]] [[θαλάσσιος]] [[πόρος]] [[μεταξύ]] της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, [[κατά]] τη [[μυθολογία]], έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιγαντώδης]], [[τεράστιος]], [[υπερφυσικός]] («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>το ηράκλειο</i><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[σκιαδανθή]], [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἡράκλειον</i> και <i>Ἡρακλεῑον</i><br />α) [[ναός]] του Ηρακλέους<br />β) πολύ μεγάλο [[ποτήρι]], το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά Ἡράκλεια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Ηρακλέους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡρακλεία</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό ἡράκλειος</i><br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοῦσος ἡρακλείη» — η [[επιληψία]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) ἡράκλειον [[πάθος]]» — η [[ελεφαντίαση]] <b>(Αρετ.)</b><br />γ) «ἡράκλεια λουτρά» — θερμά λουτρά<br />δ) «[[λίθος]] ἡρακλεία» ή «[[λίθος]] ἡράκλεια» — ο [[μαγνήτης]]<br />ε) «[[πάνακες]] ἡράκλειον» — το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡρακλείως</i> (Α)<br />όπως ο Ηρακλής.
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [Ηρακλής)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «ηράκλειος άθλος» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — στενός θαλάσσιος πόρος μεταξύ της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, κατά τη μυθολογία, έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια στήλη
νεοελλ.
1. γιγαντώδης, τεράστιος, υπερφυσικός («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το ηράκλειο
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκιαδανθή, οικογένεια σκιαδοφόρα·