εφικτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(15)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφικτός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να φθάσει, [[προσιτός]], [[κατορθωτός]], [[δυνατός]], πραγματοποιήσιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[θείο]]) [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσβάλλει, που πλήττει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφικτόν ἐστι» — [[είναι]] δυνατό να...<br />β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό<br />γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει [[κανείς]], οι προσιτοί τόποι<br />δ) «εἰς ἐφικτόν» — [[μέσα]] στο όριο<br />ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῡσα» — [[αφού]] έφθασε στα όρια του δυνατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφ</i>-<i>ικ</i>-<i>τος</i><br />ρηματ. επίθ. σε -<i>τος</i>, του αρχ. ρ. <i>εφι</i>-<i>κνούμαι</i> «[[φθάνω]], [[πετυχαίνω]]»].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφικτός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να φθάσει, [[προσιτός]], [[κατορθωτός]], [[δυνατός]], πραγματοποιήσιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[θείο]]) [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσβάλλει, που πλήττει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐφικτόν ἐστι» — [[είναι]] δυνατό να...<br />β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό<br />γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει [[κανείς]], οι προσιτοί τόποι<br />δ) «εἰς ἐφικτόν» — [[μέσα]] στο όριο<br />ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα» — [[αφού]] έφθασε στα όρια του δυνατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εφ</i>-<i>ικ</i>-<i>τος</i><br />ρηματ. επίθ. σε -<i>τος</i>, του αρχ. ρ. <i>εφι</i>-<i>κνούμαι</i> «[[φθάνω]], [[πετυχαίνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐφικτός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος
μσν.
1. (για το θείο) κατανοητός
2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει
αρχ.
1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» — είναι δυνατό να...
β) «καθ' ὅσον ἐφικτόν» — όσο το δυνατό
γ) «οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι» — οι τόποι που μπορεί να φθάσει, να προσεγγίσει κανείς, οι προσιτοί τόποι
δ) «εἰς ἐφικτόν» — μέσα στο όριο
ε) «εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα» — αφού έφθασε στα όρια του δυνατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφ-ικ-τος
ρηματ. επίθ. σε -τος, του αρχ. ρ. εφι-κνούμαι «φθάνω, πετυχαίνω»].