ακάνθινος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[αγκάθινος]], -η, -ο (Α [[ἀκάνθινος]], -ίνη, -ον) [[ἄκανθα]]<br />φτιαγμένος με αγκάθια<br />«ακάνθινο [[στεφάνι]]», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «[[ἄκανθα]]» ([[είτε]] από το [[ξύλο]] του δέντρου [[είτε]] από το εσωτερικό του φλοιού)<br />«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (<b>Ηρόδ.</b> Β, 96)<br />«[[δένδρον]] ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται [[κάλλιστα]]» (<b>Στράβ.</b> Γ, 5, 10)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακανθώδης]], [[δύσκολος]], [[τραχύς]]<br />«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῑς» (Ανακρ. 53, 12)<br /><b>3.</b> «[[ἀκάνθινος]] [[πάππος]]» — το [[γήρειον]], το [[χνούδι]] που βγαίνει από [[μερικά]] είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.
|mltxt=-η, -ο και [[αγκάθινος]], -η, -ο (Α [[ἀκάνθινος]], -ίνη, -ον) [[ἄκανθα]]<br />φτιαγμένος με αγκάθια<br />«ακάνθινο [[στεφάνι]]», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «[[ἄκανθα]]» ([[είτε]] από το [[ξύλο]] του δέντρου [[είτε]] από το εσωτερικό του φλοιού)<br />«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (<b>Ηρόδ.</b> Β, 96)<br />«[[δένδρον]] ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται [[κάλλιστα]]» (<b>Στράβ.</b> Γ, 5, 10)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ακανθώδης]], [[δύσκολος]], [[τραχύς]]<br />«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῖς» (Ανακρ. 53, 12)<br /><b>3.</b> «[[ἀκάνθινος]] [[πάππος]]» — το [[γήρειον]], το [[χνούδι]] που βγαίνει από [[μερικά]] είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 18 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο και αγκάθινος, -η, -ο (Α ἀκάνθινος, -ίνη, -ον) ἄκανθα
φτιαγμένος με αγκάθια
«ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»
αρχ.
1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο του δέντρου είτε από το εσωτερικό του φλοιού)
«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (Ηρόδ. Β, 96)
«δένδρον ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται κάλλιστα» (Στράβ. Γ, 5, 10)
2. μτφ. ακανθώδης, δύσκολος, τραχύς
«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῖς» (Ανακρ. 53, 12)
3. «ἀκάνθινος πάππος» — το γήρειον, το χνούδι που βγαίνει από μερικά είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.