ακάνθινος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Greek Monolingual
-η, -ο και αγκάθινος, -η, -ο (Α ἀκάνθινος, -ίνη, -ον) ἄκανθα
φτιαγμένος με αγκάθια
«ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον»
αρχ.
1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο του δέντρου είτε από το εσωτερικό του φλοιού)
«ἱστῴ ἀκανθίνῳ χρέονται» (Ηρόδ. Β, 96)
«δένδρον ἐξ ἀκάνθης φλοιὸν ἀφιέναι ἐξ οὗ ὑφάσματα γίνεται κάλλιστα» (Στράβ. Γ, 5, 10)
2. μτφ. ακανθώδης, δύσκολος, τραχύς
«ἐν ἀκανθίνοις ἀτραποῖς» (Ανακρ. 53, 12)
3. «ἀκάνθινος πάππος» — το γήρειον, το χνούδι που βγαίνει από μερικά είδη αγκαθιών και αιωρείται στον αέρα.