κεφαλισμός: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "στοιχεῑ" to "στοιχεῖ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλισμός]], ὁ (Α) [[κεφαλή]]<br />ο [[πίνακας]] του πολλαπλασιασμού από το ένα [[μέχρι]] το [[δέκα]] («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το [[περί]] τά στοιχεῖα γεγυμνάσθαι, καί ἐν | |mltxt=[[κεφαλισμός]], ὁ (Α) [[κεφαλή]]<br />ο [[πίνακας]] του πολλαπλασιασμού από το ένα [[μέχρι]] το [[δέκα]] («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το [[περί]] τά στοιχεῖα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῖς το [[περί]] τους κεφαλισμούς [[προχείρως]] ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεφᾰλισμός:''' ὁ таблица умножения чисел первого десятка Arst. | |elrutext='''κεφᾰλισμός:''' ὁ таблица умножения чисел первого десятка Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 18 June 2022
English (LSJ)
ὁ, A multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, die Multiplication der Zahlen von eins bis zehn mit einander, das Einmaleins, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλισμός: ὁ, ὁ πίναξ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῶν δέκα, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5, πρβλ. Σουΐδ. ― (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεφαλίζω).
Greek Monolingual
κεφαλισμός, ὁ (Α) κεφαλή
ο πίνακας του πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου το περί τά στοιχεῖα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῖς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλισμός: ὁ таблица умножения чисел первого десятка Arst.