ηδυγνώμων: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν | |mltxt=[[ἡδυγνώμων]], -ύγνωμον (Α)<br />αυτός που έχει ευχάριστη, καλή [[γνώμη]] («οὐχ [[ἡδυσώματος]]... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' [[ἡδυγνώμων]] ἐν θεοῖς τετίμηται», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[διχογνώμων]], [[ευγνώμων]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:56, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἡδυγνώμων, -ύγνωμον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ' ἡδυγνώμων ἐν θεοῖς τετίμηται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχογνώμων, ευγνώμων.